- ἀχῶς
- ἀ̱χῶς , ἠχώechofem acc pl (doric)ἀ̱χῶς , ἠχώechofem nom/voc pl (doric aeolic)ἀ̱χῶς , ἠχώechofem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισαχώς — ἰσαχῶς (Α) επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + αχῶς (πρβλ. απειρ αχώς, πολλ αχώς, τετρ αχώς)] … Dictionary of Greek
οκταχώς — ὀκταχῶς (Α) επίρρ. με οκτώ τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + επιρρμ. κατάλ. αχῶς (πρβλ. εξ αχώς, τετρ αχώς)] … Dictionary of Greek
μυριαχώς — μυριαχῶς (Μ) επίρρ. με αναρίθμητους τρόπους («Λαοδικεῑς μυριαχῶς ἐκάκωσεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχώς (πρβλ. μοναχῶς)] … Dictionary of Greek